λάμψας

λάμψας
λάμψᾱς , λάμπω
give light
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
λάμπω
give light
aor ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λάμψας, Δημήτριος — (1879 – 1942). Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στην Αθήνα, στη Γερμανία και στην Ελβετία και διετέλεσε διευθυντής του διδασκαλείου Λαρίσης και του Μαρασλείου (1906 14). Χρημάτισε μέλος και πρόεδρος του εκπαιδευτικού… …   Dictionary of Greek

  • Λάμψας, Ιωάννης — (Αθήνα 1921 – 2002). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Ελευθερία, Το Βήμα, Καθημερινή, Ακρόπολις, Ώρα, Ημέρα, Μεσημβρινή και Ελεύθερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”